σχεδουργός

σχεδουργός
ὁ, Μ
επινοητής αινιγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον «αυτοσχέδιος λόγος» + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. τεχνουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχεδουργία — ἡ, Μ [σχεδουργός] επινόηση αινιγμάτων …   Dictionary of Greek

  • σχεδουργικός — ή, όν, Μ [σχεδουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχεδουργό («σχεδουργικῶν λαβυρίνθων πλοκαί», παροιμ. φρ. στον Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”